βασιλόπουλο, το, θηλ. βασιλοπούλα, η, ουσ. [<βασιλιάς + κατάλ. -πουλο <-πουλος <λατιν. pullus (= νεοσσός)], το βασιλόπουλο· νεαρός πλούσιος και όμορφος, το πλουσιόπαιδο: «είναι μες τη χαρά του, γιατί η κόρη του γνωρίστηκε μ’ ένα παλικαράκι τι να σου πω, βασιλόπουλο!»·
- αγκυλώθηκε η βασιλοπούλα απ’ τ’ αβγό, λέγεται για τους μαλθακούς, τους καλομαθημένους, τους μαμόθρεφτους, τα βουτυρόπαιδα, που παραπονιούνται, γκρινιάζουν με την παραμικρή ενόχληση ή δυσκολία: «τι έπαθε και κλαίει πάλι το παιδί του γιατρού μας; -Αγκυλώθηκε η βασιλοπούλα απ’ τ’ αβγό, αυτό έπαθε»·
- περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού, βλ. λ. παραμύθι·
- τον έχουν σαν βασιλόπουλο, οι γονείς του νεαρού για τον οποίο γίνεται λόγος τον φροντίζουν πάρα πολύ, δεν του χαλούν χατίρι: «είναι μοναχογιός, γι’ αυτό και οι δικοί του τον έχουν σαν βασιλόπουλο».